χαραγματιά — χαραγματιά, η και χαραματιά, η 1. χάραγμα. 2. ίχνος χάραξης πάνω σε μια επιφάνεια. 3. χαραμάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαράκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Ρόδου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαλώνος. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα … Dictionary of Greek
χαραγή — η, ΝΜ η ενέργεια τού χαράζω, το χάραγμα νεοελλ. 1. χαρακιά, χαραγματιά 2. σχισμή, χαραμάδα 3. γραμμή, ράβδωση 4. (κυρίως σχετικά με κορμούς φυτών ή δέντρων) εντομή 5. η χαραυγή 6. ζωοτ. μικρή τομή στα αφτιά τών κατοικίδιων ζώων για να… … Dictionary of Greek
χαρακιά — η, Ν 1. ίχνος χάραξης, χαράκι, χαραγματιά («η πόρτα είναι γεμάτη χαρακιές») 2. ευθεία γραμμή που γίνεται με τον χάρακα 3. χτύπημα με χάρακα («ο δάσκαλος μού έδωσε τρεις χαρακιές στο χέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρακας + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
χαραματιά — η, Ν βλ. χαραγματιά … Dictionary of Greek
χαράκι — το 1. χαραγή, χαραγματιά. 2. καθεμιά από τις ευθείες γραμμές που είναι χαραγμένες πάνω στα φύλλα των τετραδίων. 3. το χαράκωμα αμπελιού. 4. εντομή στα δέντρα για εμβολιασμό, εμβολιασμός. 5. βράχος, ογκόλιθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρακιά — η 1. χαραγματιά, ίχνος που προέρχεται από χάραγμα. 2. η γραμμή που χαράζεται με το χάρακα, χαράκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαραματιά — η βλ. χαραγματιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)